Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

Θα μου κρατάς το χέρι γιατί φοβάμαι;;;


Το βλέμμα της χαμένο στο κενό...
Η Άλκηστης είναι ώρες βυθισμένη στις σκέψεις της. Η αναμονή στο ακουστικό φαντάζει αιώνας.
Μια φωνή ακούγεται στην άλλη γραμμή « Παρακαλώ! »
Η Άλκηστης κομπιάζει για λίγο και με τρεμάμενη φωνή απαντά :
«Μαίρη εγώ είμαι... θα μπορούσαμε να βρεθούμε, ξέρεις φεύγω αύριο για το νησί και θα ήθελα λίγο να τα πούμε »
Η Μαίρη ξαφνιάζεται που ακούει μετά από 7 χρόνια την μικρή της αδελφή στο τηλέφωνο. Με δάκρυα στα ματιά δέχεται την πρόσκληση της .
Αμέσως οι αναμνήσεις περνούν μπροστά της σαν μια καλοστημένη ταινία μικρού μήκους.
Θυμάται τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια που περνούσαν στο νησί, τις βόλτες στην αγαπημένη τους παραλία, τα δυνατά γέλια, τα παιχνίδια που έπαιζαν με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Η Μαίρη κοντεύει τα 40 μια κοπέλα  που πάντα ήταν έντονα υπερπροστατευτική  απέναντι στους ανθρώπους που αγαπούσε. Η υπερβολική της ανησυχία για να μην πληγωθούν τα αγαπημένα της πρόσωπα την έκανε κτητική το γεγονός όμως αυτό την Άλκηστη την έπνιγε και την έκανε να νιώθει αδύναμη. Η μεγάλη αδελφή ήταν πάντα εκεί να προσπαθεί να την βοηθά παρόλο που η Άλκηστη δεν δεχόταν ποτέ την βοήθεια κανενός.

Η Μαίρη έχει πλέον την δική της οικογένεια, την δουλειά της και μια κλασική καθημερινότητα που δυστυχώς δεν την μοιράζεται με την πολυαγαπημένη της αδελφή. Η Άλκηστης ήταν το ζωηρό παιδί της οικογένειας, πρώτη στις αταξίες, ξεροκέφαλη και πεισματάρα. Δυο διαφορετικά παιδιά, δυο διαφορετικοί κόσμοι κι όμως η μια συμπλήρωνε την άλλη. Ώσπου μια μέρα η μικρή Άλκηστη αποφάσισε ότι μπορεί να κατακτήσει τον κόσμο, έφτιαξε μια βαλίτσα βιαστικά και εξαφανίστηκε χωρίς να πει κουβέντα. Απλά άφησε  ένα σημείωμα στο προσκέφαλο του κρεβατιού της αδελφής της.
« Μαιρούλα μου φεύγω νομίζω δεν με χωραει άλλο το νησί... Πες στους γονείς μας ότι τους αγαπώ πολύ »

Το ρολόι στο ψυχρό καφέ της πλατείας δείχνει ακριβώς 5. Από το τζάμι με το ζόρι διακρίνεις τις φιγούρες των ανθρώπων να περπατούν, η ομίχλη έχει σκεπάσει τον δρόμο. Η Άλκηστης ανακατεύει νευρικά τον καφέ της περιμένοντας πότε θα προβάλει η Μαίρη. Σκέφτεται τα λάθη της, το πόσο έχει μετανιώσει που στεναχώρησε τα αγαπημένα της πρόσωπα. Πόσες στιγμές ήταν εκείνες που τους ήθελε δίπλα της άλλα ποτέ δεν το είπε! Μια νεανική τρέλα την απομάκρυνε από όλους και από όλα και δεν κατάφερε ποτέ να επανορθώσει γι αυτό. Αυτήν την φορά ήταν αποφασισμένη να κερδίσει τον χαμένο έδαφος και να μιλήσει ειλικρινά για όλα όσα είχαν συμβεί στην ζωή της.

Στα 18 γνώρισε τον Μάνο, ένα παιδί που το ερωτεύτηκε ένα καλοκαίρι στο νησί. Ο Μάνος λίγο μεγαλύτερος της γύρω στα 20. Ο έρωτας της γι αυτόν ήταν τόσο δυνατός που πλέον δεν μπορούσε να σκεφθεί παρά μόνο το πώς θα βρισκόταν πλάι του. Ο Μανός αφού πέρασε εκείνο το καλοκαίρι αποφάσισε να φύγει για το εξωτερικό. Ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του σε κάποιο καλύτερο πανεπιστημιο. Η Άλκηστης το μόνο που έβλεπε σαν λύση ήταν να φύγει μαζί του χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, φοβούμενη ότι θα την εμπόδιζαν .

Γρήγορα όμως ο μεγάλος έρωτας δεν υπήρχε πια! Ένα εξάμηνο μετά αποφασίζει να γυρίσει πίσω. Ντρεπόταν να γυρίσει στην οικογένεια της όποτε απομακρύνεται και κρατάει ελάχιστες επαφές. Δεν ήθελε να δώσει εξηγήσεις για τίποτα. Ο εγωισμός της ήταν τόσο μεγάλος για να παραδεχτεί τα λάθη της και να ομολογησει ότι χρειαζόταν την στήριξη τους. Έτσι λοιπόν συνέχισε την ζωή της με όση πικρά και πόνο είχε μέσα της μακριά από τους ανθρώπους που τόσο πολύ αγαπούσε.

Η Μαίρη εμφανίστηκε στην άκρη του δρόμου να περπατάει με αργά βήματα προς το καφέ. Δεν είχε αλλάξει καθόλου, ήταν ίδια όπως την θυμόταν, με τα μακριά καστανά μαλλιά της και με μάτια γεμάτα αγάπη για όλους. Το μόνο που άλλαξε ήταν τα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπο της. Τα χρόνια είχαν αφήσει μικρές ρυτίδες στην κατάλευκη επιδερμίδα της.
« Άλκηστη τι κανείς, είσαι καλά; Με ξάφνιασε το τηλεφώνημα σου » λέει η Μαίρη με αυστηρό ύφος προσπαθώντας να κρύψει την λαχταρά της που θα έβλεπε την αδελφή της.
« Καλά είμαι... κάθισε, ξέρεις... αποφάσισα να πάω στο νησί  να δω τους γονείς μας και ήθελα την γνώμη σου. » απαντά η μικρή αδελφή με κατεβασμένο κεφάλι.
Η Μαίρη τότε απαντά:
« Το βρίσκω πολύ καλή ιδέα. Να πας να τους δεις, τους έχεις λείψει! Θα χαρούν! »
Η Άλκηστη ακούγοντας τα λόγια της αδελφής νιώθει μια ανακούφιση και ρωτά:
« H ανιψιά μου είναι καλά; »
« Σου μοιάζει το ξέρεις ; έχει τον χαρακτήρα σου! » απαντά Μαίρη με μάτια βουρκωμένα.
« Θα ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη, αν γίνεται να πάμε μαζί στο νησί δεν ξέρω αν μπορώ να τους αντιμετωπίσω μονή μου. Σε παρακαλώ! » ρωτά η μικρή Άλκηστης.
Η Μαίρη άπλα έγνεψε καταφατικά και ξέσπασε σε κλάματα.
Η αρχή είχε γίνει. Οι δυο αδελφές αγκαλιαστήκαν χωρίς να πουν τίποτα άλλο το μόνο που ακουγόταν μέσα στην σιωπή ήταν τα αναφιλητά από το κλάμα τους.

Η Μαίρη πάντα προσπαθούσε να προστατεύει την μικρή της αδελφή πιστεύοντας ότι έτσι θα την προφυλάξει από τυχόν άσχημες εμπειρίες και με αυτόν τον τρόπο ότι δεν θα μπορούσε να την πληγώσει κανένας. Από την άλλη όμως η μικρή Άλκηστη δεν ήθελε να δείχνει τον αδύναμο χαρακτήρα της παρόλο που στην πραγματικότητα είχε ανάγκη από την στήριξη της αδελφής της. Φοβόταν μήπως χαλάσει η εικόνα της δυνατής κοπέλας που καταφέρνει τα πάντα μονή της.
Η συζήτηση κράτησε ώρες. Μετά από τόσα χρόνια άρχισαν και πάλι τα γέλια, τα πειράγματα. Μιλούσαν για όλα αυτά που μεσολάβησαν σε αυτά τα χρόνια. Και οι δυο πλευρές παραδεχτήκαν τις άσχημες συμπεριφορές τους , σε ότι κι αν έλεγαν κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι που αγαπάμε πρέπει να είναι δίπλα μας κι ας σκέφτονται διαφορετικά από εμάς και ότι αν υπήρχε ειλικρίνεια δεν θα είχε χαθεί  τόσος πολύτιμος χρόνος. Δεν θα είχαν χάσει στιγμές από την ζωή η μια της άλλης.

Το ταξίδι λοιπόν ξεκίνησε… το καράβι σάλπαρε σε δυο ωρίτσες θα έβλεπαν πάλι το παλιό λιμανάκι του νησιού. Η ώρα έμοιαζε να μην φτάνει για να πουν όλες εκείνες τις ιστορίες από τις ζωές τους. Το λιμανάκι άρχισε να αχνοφαινεται.
Η Άλκηστης άναψε το τελευταίο της τσιγάρο και μετανοιωμένη  λέει:
« Μαίρη φοβούμουνα να δείξω πραγματικά τι νιώθω, νόμιζα ότι αν το δείξω δεν θα με αγαπάς πια! »  Η Μαίρη γελώντας απάντησε:
« Μικρή ξέρεις τι κατάλαβα; Αν σε άφηνα πιο ελεύθερη ίσως να μην σε είχα χάσει! »
Ο κόσμος άρχισε να σιγά σιγά να κατεβαίνει από το πλοιο. Οι αδελφές είχαν φτάσει πλέον στον προορισμό τους. Αποφάσισαν λοιπόν πριν επισκεφτούν τους γονείς τους να περάσουν να δουν την αγαπημένη τους παραλία που τόσο τους είχε λείψει.
Όταν έφτασαν εκεί το τοπίο ήταν γεμάτο αναμνήσεις. Η θάλασσα και ο ουρανός είχαν αγκαλιαστεί απολυτά αρμονικά, η άμμος απαλή στα ποδιά τους με κάποια κοχυλάκια να ξεπρόβαλαν σαν πινάκας ζωγραφικής.


Ο χρόνος είχε γυρίσει στα παιδικά τους χρόνια που ήταν τόσο αγαπημένες.
Ότι κι αν είχε μεσολαβήσει πλέον είχε μείνει πίσω, το μόνο που καρτερούσαν από εδώ και περά ήταν οι στιγμές που θα περνούσαν μαζί, ζώντας πάλι σαν κοριτσάκια.
Η Άλκηστη κοιτώντας την αδερφή της στα μάτια ρωτά :
« Μαιρούλα θα μου κρατάς το χέρι γιατί φοβάμαι να βουτήξω μόνη μου στην θάλασσα; θυμάσαι;;; πάντα αυτό σε ρωτουσα όταν ερχόμασταν εδώ για μπάνιο! » τότε η Μαίρη της σφίγγει το χέρι και απαντά : 
« Ναι μικρή, είμαι δίπλα σου μην φοβάσαι…»
                                                                                                                                                   
                                                                    DIAMOND…